σκευοφόρῳ

σκευοφόρῳ
σκευόφορος
carrying
masc/fem/neut dat sg
σκευοφόρος
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκευοφορώ — έω, Α [σκευοφόρος] φέρω αποσκευές, είμαι σκευοφόρος (α. «ἐθέλοις ἂν... τὴν γυναῑκά σου ἀκοῡσαι ὅτι σκευοφορεῑς», Ξεν. β. «σκευοφορεῑσθαι καμήλοις» έχω στη διάθεσή μου καμήλες για τη μεταφορά τών αποσκευών και άλλων πραγμάτων, Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • σκευηφορώ — έω, Α βλ. σκευοφορῶ …   Dictionary of Greek

  • συσκευοφορώ — έω, Α φέρω τον εξοπλισμό μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σκευοφορῶ «φέρω τα σκεύη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”